-
1 дрель
το τρυπάνι, το τρύπανο пневматическая - (πεπιεσμένου) αέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дрель
-
2 дуга
1. (тех., мат.) το τόξοвольтова - физ. βολταϊκό -рефлекторная - (мед.2. арх. η αψίδα 3. мор. (траловая) η δοκός στην οποία δένονται τα δίχτυα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дуга
-
3 модель
1. (образец какого-л. изделия, образец для изготовления чего-л) το μοντέλο, το πρότυποлитейная - χύτευσης 2 (уменьшенное или в натуральную величину воспроизведение или схема чего-л.) το πρόπλασμα, το μοντέλοмасштабная - υπό/σε κλίμακα3. (тип, марка конструкции) о τύπος, η έκδοση, το μοντέλο 4. (схема какого-л. явления или физического объекта) το πρότυπο, το μοντέλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модель
-
4 схема
1. (графическое изображение, чертёж) το σχέδιο, το σχεδιάγραμμα, το σχήμα 2. (со-вокупность элементов и цепей связи) το κύκλωμα 3. (изображение, образ действия, последовательность событий) το διάγραμμα, το σχήμα, το σχεδιάγραμμα, το πρόγραμμα, το σχέδιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > схема
-
5 таль
το σύσπαστο, το πολύσπαστο, το παλάγκοэлектрическая - ηλεκτρικό -.тальвег το φαράγγι, το χαμηλότερο μέρος/τμήμα της κοιλάδαςη γραμμή συνδέουσα τα χαμηλότερα σημεία (της ποταμοκοι-λάδας, του φαραγγιού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > таль
-
6 централь
το κέντρο, климатическая - η κεντρική μονάδα κλιματισμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > централь
-
7 цепь
I. 1. (мех., мат, хим.) η αλυσίδα, η σειράмолекулярная - хим. μοριακή -прямая - хим. ευθεία -якорная мор. - άγκυρας2. эл. το κύκλωμαанодная (элн.) - ανοδίουизмерительная (эл.элн.) - μέτρησηςкабельная свз. - καλωδιακό -линейная - (эл.элн.) γραμμικό -- нагрузки (эл.элн.) - φορτίου- отключения (эл.элн.) - αποσύνδεσηςтормозная - φρένου/πέδης- управления (эл.элн.) - χειρισμούфизическая свз. - φυσικό -II.(горная) η οροσειρά, η βουνο-σειρά.III.(напр. пищевая) η (π.χ. τροφική) αλυσίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цепь
-
8 плитка
плиткаж1. ἡ πλακά, τό πλακάκι:\плитка шоколада ἡ πλακά σοκολάτας· 2.:электрическая \плитка τό ἡλεκτρικό καμινέτο, τό ἡλεκτρικό μάτι. -
9 величина
η τιμή, το μέγεθοςвекторная - η (διανυσματική ποσότητα, το διανυσματικό μέγεθοςзаданная - προδιαγεγραμμένη -, προκαθορισμένη -- звёздная первая{}вторая{} το πρώτο/δεύτερο μέγεθος του αστεριούкритическая - κρίσιμη -, το κρίσιμο μέγεθοςнепрерывная - το συνεχές μέγεθος, η συνεχής τιμήноминальная - ονομαστική -, το ονομαστικό μέγεθοςприближённая - κατά προσέγγιση, προσεγγιστική -размерная физическая - το φυσικό μέγεθος (τιμή, διάσταση) όπου τουλάχιστον μια συνιστώσα δεν είναι μηδενικήскалярная - η βαθμ(ιδ)ωτή ποσότητα, το βαθμ(ιδ)ωτό μέγεθοςцифровая - см. целая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > величина
-
10 лебёдка
το βαρούλκοразг. το βίντσι (ξεν.)- φορτίουшвартовная мор. - πρόσδεσηςякорно-швартовная мор. - πρόσδεσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лебёдка
-
11 цепь
-и, προθτ. о цепи, на цепи, γεν. πλθ. -ей θ.1. αλυσίδα•якорная цепь αλυσίδα της άγκυρας•
привязать собаку на цепь δένω το σκυλί με την αλυσίδα.
|| πλθ. -Η(κυρλζ. κ. μτφ.) τα δεσμά•порватьцепьи рабства σπάζω τις αλυσίδες της σκλαβιάς.
2. κύκλωμα•электрическая цепь ηλεκτρικό κύκλωμα.
3. αλληλοδιαδοχή, σειρά, κομπολόι•цепь событий αλυσίδα γεγονότων•
цепь озр αλυσίδα λιμνών.
|| ζυγός στρατιωτών.4. επίρ. -ью βλ. чепочка (3 σημ.).εκφρ.горная цепь – οροσειρά, βουνοσειρά.